„προσκυνώ“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα προσκυνώ [proskjiˈno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς/-είς; -ησα; -ημένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) pilgern, anbeten pilgern προσκυνώ θρησκεία | Religionθρησκ προσκυνώ θρησκεία | Religionθρησκ anbeten προσκυνώ λατρεύω προσκυνώ λατρεύω