προσεκτικός
[prosektiˈkos], προσεκτική, προσεκτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- behutsamπροσεκτικός απαλάπροσεκτικός απαλά
- aufmerksamπροσεκτικός με ενδιαφέρονπροσεκτικός με ενδιαφέρον
- sorgfältigπροσεκτικός με επιμέλειαπροσεκτικός με επιμέλεια