προσέχω
[proˈsexo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ξα; -χτηκα; -γμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
προσέχω
[proˈsexo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα; -χτηκα; -γμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- aufpassen (+αιτιατική | +Akkusativ+akk auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)προσέχω επιβλέπωπροσέχω επιβλέπω
- achten (+αιτιατική | +Akkusativ+akk auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)προσέχω δίνω σημασίαbeachtenπροσέχω δίνω σημασίαπροσέχω δίνω σημασία
- bemerkenπροσέχω παρατηρώπροσέχω παρατηρώ
- schonenπροσέχω πράγματαπροσέχω πράγματα