„προπορεία“: θηλυκό προπορεία [propoˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Vorhut Vorhutθηλυκό | Femininum, weiblich f προπορεία στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ προπορεία στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ