„προοπτικός“ προοπτικός [prooptiˈkos], προοπτική, προοπτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) perspektivisch perspektivisch προοπτικός προοπτικός