„προνοητικός“ προνοητικός [pronoitiˈkos], προνοητική, προνοητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) vorsorglich vorsorglich προνοητικός προνοητικός