„προλειαίνω“: μεταβατικό ρήμα προλειαίνω [proliˈeno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Vorarbeit leisten esempi προλειαίνω το έδαφος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vorarbeit leistenθηλυκό | Femininum, weiblich f προλειαίνω το έδαφος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ