„προκομμένος“ προκομμένος [prokoˈmenos], προκομμένη, προκομμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) tüchtig, arbeitsam tüchtig, arbeitsam προκομμένος προκομμένος