προκατασκευασμένος
[prokataskjevazˈmenos], προκατασκευασμένη, προκατασκευασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- vorgefertigtπροκατασκευασμένοςπροκατασκευασμένος
esempi
- προκατασκευασμένος οικισμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mPlattenbausiedlungθηλυκό | Femininum, weiblich f