προκάλυμμα
[proˈkalima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Unterstandαρσενικό | Maskulinum, männlich mπροκάλυμμα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατπροκάλυμμα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ