προθυμία
[proθiˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Bereitwilligkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fπροθυμίαπροθυμία
- Freundlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fπροθυμία φιλικότηταGefälligkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fπροθυμία φιλικότηταπροθυμία φιλικότητα
esempi
- προθυμία ανάληψης κινδύνουRisikobereitschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
- προθυμία για συζήτησηGesprächsbereitschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
- προθυμία διαπραγμάτευσηςVerhandlungsbereitschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
nascondi gli esempimostra più esempi