προηγούμαι
[proiˈɣume]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-ήθηκα>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- vorausgehen (+γενική | +Genitiv+gen /+δοτική | +Dativ +dat) (+γενική | +Genitiv+gen /+δοτική | +Dativ +dat)προηγούμαι βαδίζω μπροστάπροηγούμαι βαδίζω μπροστά
- προηγούμαι έχω προτεραιότητα