προετοιμασμένος
[proetimazˈmenos], προετοιμασμένη, προετοιμασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- vorbereitetπροετοιμασμένοςπροετοιμασμένος
- gefasst (για auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)προετοιμασμένος ψυχικάπροετοιμασμένος ψυχικά