προειδοποιώ
[proiðopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- vorankündigen, vorher benachrichtigenπροειδοποιώ ειδοποιώ έγκαιραπροειδοποιώ ειδοποιώ έγκαιρα
- warnenπροειδοποιώ για κάτι δυσάρεστοπροειδοποιώ για κάτι δυσάρεστο