προαύλιο
[proˈavlio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Vorhofαρσενικό | Maskulinum, männlich mπροαύλιο γενπροαύλιο γεν
- Schulhofαρσενικό | Maskulinum, männlich mπροαύλιο σχολείουπροαύλιο σχολείου
esempi
- προαύλιο φυλακήςGefängnishofαρσενικό | Maskulinum, männlich m