προέρχομαι
[proˈerxome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-ήλθα>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- προέρχομαι έχω προέλευση
- (ab)stammenπροέρχομαι κατάγομαιπροέρχομαι κατάγομαι
- sich herleitenπροέρχομαι λέξηπροέρχομαι λέξη
- entspringen (από+δοτική | +Dativ +dat)προέρχομαι έχω το αίτιο, προκύπτωberuhen (από auf+δοτική | +Dativ +dat)προέρχομαι έχω το αίτιο, προκύπτωπροέρχομαι έχω το αίτιο, προκύπτω