„ποτίζω“: μεταβατικό ρήμα ποτίζω [poˈtizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) zu trinken geben, tränken, bewässern, gießen zu trinken geben ποτίζω ζώα ποτίζω ζώα tränken ποτίζω ζώα, ύφασμα, βαμβάκι ποτίζω ζώα, ύφασμα, βαμβάκι (be)gießen ποτίζω λουλούδια ποτίζω λουλούδια bewässern ποτίζω μεγάλη έκταση ποτίζω μεγάλη έκταση