πονηριά
[poniˈrja]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Schlauheitθηλυκό | Femininum, weiblich fπονηριά εξυπνάδαπονηριά εξυπνάδα
- Listθηλυκό | Femininum, weiblich fπονηριά εξυπνάδα και λίγη δολιότηταπονηριά εξυπνάδα και λίγη δολιότητα