„πολυμερής“ πολυμερής [polimeˈris], πολυμερής, πολυμερέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) mehrteilig mehrteilig πολυμερής πολυμερής