„πολιούχος“: αρσενικό και θηλυκό πολιούχος [polˈiuxos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Schutzheilige Schutzheilige(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f πολιούχος πολιούχος