πολέμιος
[poˈlemios]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Gegnerαρσενικό | Maskulinum, männlich mπολέμιοςπολέμιος
esempi
- πολέμιος της πυρηνικής ενέργειαςKernenergiegegnerαρσενικό | Maskulinum, männlich mKernkraftgegnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- πολέμιος των εκτρώσεωνAbtreibungsgegnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m