ποδηλατικός
[poðilatiˈkos], ποδηλατική, ποδηλατικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
esempi
- ποδηλατικό σορτςουδέτερο | Neutrum, sächlich nRadhoseθηλυκό | Femininum, weiblich fRadlerhoseθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ποδηλατικός γύροςαρσενικό | Maskulinum, männlich mFahrradtourθηλυκό | Femininum, weiblich f