πλύσιμο
[ˈplisimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- πλύσιμο
- Abwaschenουδέτερο | Neutrum, sächlich nπλύσιμο των πιάτωνSpülenουδέτερο | Neutrum, sächlich nπλύσιμο των πιάτωνπλύσιμο των πιάτων
esempi
-
-
- πλύσιμο χεριώνHändewaschenουδέτερο | Neutrum, sächlich n