πλούσιος
[ˈplusios], πλούσια, πλούσιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
esempi
- με πλούσια παράδοση
- οι πλούσιοιπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpldie Reichenπληθυντικός | Plural pl
- πλούσια αριστοκρατίαθηλυκό | Femininum, weiblich fGeldadelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
nascondi gli esempimostra più esempi