πλησιάζω
[plisiˈazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- sich nähern (+αιτιατική | +Akkusativ+akk /+δοτική | +Dativ +dat) (+αιτιατική | +Akkusativ+akk /+δοτική | +Dativ +dat)πλησιάζωzugehen (+αιτιατική | +Akkusativ+akk auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)πλησιάζωπλησιάζω
- sich annähern (+αιτιατική | +Akkusativ+akk /+δοτική | +Dativ +dat) (+αιτιατική | +Akkusativ+akk /+δοτική | +Dativ +dat)πλησιάζω προσεγγίζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφπλησιάζω προσεγγίζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- nahenπλησιάζω αποχωρισμός, ημέραπλησιάζω αποχωρισμός, ημέρα
- aufkommenπλησιάζω καταιγίδαπλησιάζω καταιγίδα