„πληρώνω“: μεταβατικό ρήμα πληρώνω [pliˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) zahlen, bezahlen, einzahlen, büßen, auszahlen zahlen, bezahlen πληρώνω γεν πληρώνω γεν einzahlen πληρώνω σε τραπεζικό λογαριασμό πληρώνω σε τραπεζικό λογαριασμό aus(be)zahlen πληρώνω μισθό, κληρονομιά πληρώνω μισθό, κληρονομιά büßen πληρώνω πράξη πληρώνω πράξη esempi πληρώνω με δόσεις in Raten zahlen πληρώνω με δόσεις