„πληκτικότητα“: θηλυκό πληκτικότητα [pliktiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Langweiligkeit Langweiligkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f πληκτικότητα πληκτικότητα