„πλασματικός“ πλασματικός [plazmatiˈkos], πλασματική, πλασματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) fiktiv, fingiert fiktiv, fingiert πλασματικός πλασματικός