„πλένω“: μεταβατικό ρήμα πλένω [ˈpleno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-υνα; -ύθηκα; -υμένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) waschen, abwaschen, putzen waschen πλένω πλένω abwaschen πλένω τα πιάτα πλένω τα πιάτα putzen πλένω τα δόντια πλένω τα δόντια esempi πλένω τα πιάτα Geschirr (ab)spülen πλένω τα πιάτα