πλέγμα
[ˈpleɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Geflechtουδέτερο | Neutrum, sächlich nπλέγμαπλέγμα
- Rasterαρσενικό | Maskulinum, männlich mπλέγμα ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υπλέγμα ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
- Gitternetzουδέτερο | Neutrum, sächlich nπλέγμα γεωγραφία | Geografieγεωγρπλέγμα γεωγραφία | Geografieγεωγρ