πλάτη
[ˈplati]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Rückenαρσενικό | Maskulinum, männlich mπλάτη ράχηπλάτη ράχη
- Schulter(blatt)Femininum, Neutrum in Klammern f(n)πλάτη ωμοπλάτηπλάτη ωμοπλάτη
- (Rücken-)Lehneθηλυκό | Femininum, weiblich fπλάτη καθίσματοςπλάτη καθίσματος
esempi
- γυρνάω την πλάτη σε κάτι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφetwas+δοτική | +Dativ +datden Rücken kehren
- πλάτη καρέκλαςStuhllehneθηλυκό | Femininum, weiblich f