πλάνο
[ˈplano]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Planαρσενικό | Maskulinum, männlich mπλάνο σχέδιο, πρόγραμμαπλάνο σχέδιο, πρόγραμμα
- Grundrissαρσενικό | Maskulinum, männlich mπλάνο πρόχειρο σχέδιο αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτπλάνο πρόχειρο σχέδιο αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτ
- Aufnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich fπλάνο ταινίαςπλάνο ταινίας