πλάκα
[ˈplaka]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Platteθηλυκό | Femininum, weiblich fπλάκα γενπλάκα γεν
- Schildουδέτερο | Neutrum, sächlich nπλάκα πινακίδαπλάκα πινακίδα
- (Stein-)Platteθηλυκό | Femininum, weiblich fπλάκα πεζοδρομίουπλάκα πεζοδρομίου
- Tafelθηλυκό | Femininum, weiblich fπλάκα σοκολάταςπλάκα σοκολάτας
- Spaßαρσενικό | Maskulinum, männlich mπλάκα αστείο οικείο | umgangssprachlichοικJuxαρσενικό | Maskulinum, männlich mπλάκα αστείο οικείο | umgangssprachlichοικπλάκα αστείο οικείο | umgangssprachlichοικ