„πιπιλίζω“: μεταβατικό ρήμα πιπιλίζω [pipiˈlizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) saugen saugen πιπιλίζω μωρό πιπιλίζω μωρό „πιπιλίζω“: αμετάβατο ρήμα πιπιλίζω [pipiˈlizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) saugen, lutschen saugen πιπιλίζω πιπιλίζω lutschen πιπιλίζω για γλυκό, γλειφιτζούρι πιπιλίζω για γλυκό, γλειφιτζούρι