πινακίδα
[pinaˈkjiða]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Schildουδέτερο | Neutrum, sächlich nπινακίδα ταμπέλαπινακίδα ταμπέλα
- Nummernschildουδέτερο | Neutrum, sächlich nπινακίδα αυτοκίνητο | Autoαυτοκπινακίδα αυτοκίνητο | Autoαυτοκ
esempi
- πινακίδα απαγόρευσης στάθμευσηςHalteverbotsschildουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- πινακίδα εισόδου χωριού ή πόληςOrtsschildουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- πινακίδα παράκαμψηςUmleitungsschildουδέτερο | Neutrum, sächlich n
nascondi gli esempimostra più esempi