„πιεστικός“ πιεστικός [piestiˈkos], πιεστική, πιεστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) eindringlich eindringlich πιεστικός πιεστικός