„πηλός“: αρσενικό πηλός [piˈlos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Ton, Lehm Tonαρσενικό | Maskulinum, männlich m πηλός Lehmαρσενικό | Maskulinum, männlich m. πηλός πηλός esempi πηλός προπλασμάτων Modelliermasseθηλυκό | Femininum, weiblich f πηλός προπλασμάτων