„περπάτημα“: ουδέτερο περπάτημα [perˈpatima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Gehen, Gang Gehenουδέτερο | Neutrum, sächlich n περπάτημα πράξη περπάτημα πράξη Gangαρσενικό | Maskulinum, männlich m περπάτημα τρόπος περπάτημα τρόπος