„περιφράζω“: μεταβατικό ρήμα περιφράζω [periˈfrazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα; -χτηκα; -γμένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) umzäunen, einzäunen, abriegeln umzäunen, einzäunen περιφράζω περιφράζω abriegeln περιφράζω δρόμο περιφράζω δρόμο