„περιστύλιο“: ουδέτερο περιστύλιο [perisˈtilio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Kreuzgang Kreuzgangαρσενικό | Maskulinum, männlich m περιστύλιο αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτ περιστύλιο αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτ