„περιστρέφομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα περιστρέφομαι [periˈstrefome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) sich drehen, kreisen sich drehen, kreisen (γύρω από um) περιστρέφομαι περιστρέφομαι