„περιποιούμαι“: αποθετικό ρήμα | μεταβατικό ρήμα περιποιούμαι [peripiˈume]αποθετικό ρήμα | Deponens depμεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) pflegen, betreuen pflegen περιποιούμαι κήπο, ασθενή περιποιούμαι κήπο, ασθενή betreuen περιποιούμαι φροντίζω περιποιούμαι φροντίζω esempi περιποιούμαι τον εαυτό μου sich pflegen περιποιούμαι τον εαυτό μου