περιλαμβάνω
[perilamˈvano]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- (um)fassenπεριλαμβάνωπεριλαμβάνω
- enthalten, beinhalten, einschließen.περιλαμβάνω εμπεριέχωπεριλαμβάνω εμπεριέχω
esempi