περιεχόμενο
[perieˈxomeno]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Inhaltαρσενικό | Maskulinum, männlich mπεριεχόμενο δέματος, κουτιούπεριεχόμενο δέματος, κουτιού
- Gehaltαρσενικό | Maskulinum, männlich mπεριεχόμενο ουσίαπεριεχόμενο ουσία
- Inhaltsverzeichnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nπεριεχόμενο πληθυντικός | Pluralplπεριεχόμενο πληθυντικός | Pluralpl
esempi
- περιεχόμενο δεξαμενήςTankinhaltαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- περιεχόμενο οξυγόνουSauerstoffgehaltαρσενικό | Maskulinum, männlich m