περίσσιος
[peˈrisjos], περίσσια, περίσσιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- überschüssigπερίσσιοςπερίσσιος
- περίσσιος άφθονος
- restlichπερίσσιος που έμεινεπερίσσιος που έμεινε
- überflüssigπερίσσιος περιττόςπερίσσιος περιττός