Traduzione Greco-Tedesco per "περίοδος"

"περίοδος" traduzione Tedesco

περίοδος
[peˈrioðos]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Panoramica di tutte le traduzion

(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)

  • Zeitabschnittαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    περίοδος χρονικό διάστημα
    Periodeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    περίοδος χρονικό διάστημα
    περίοδος χρονικό διάστημα
  • Phaseθηλυκό | Femininum, weiblich f
    περίοδος φάση, στάδιο
    Stadiumουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    περίοδος φάση, στάδιο
    περίοδος φάση, στάδιο
  • Zeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
    περίοδος καιρός
    περίοδος καιρός
  • Regelθηλυκό | Femininum, weiblich f
    περίοδος της γυναίκας
    Periodeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    περίοδος της γυναίκας
    περίοδος της γυναίκας
  • Satzgefügeουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    περίοδος γραμματική | Grammatikγραμμ
    περίοδος γραμματική | Grammatikγραμμ
esempi
  • έχει περίοδο
    sie hat ihre Tage
    έχει περίοδο
  • περίοδος αιχμής
    Hauptzeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
    περίοδος αιχμής
  • περίοδος αιχμής
    Blütezeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
    περίοδος αιχμής
  • nascondi gli esempimostra più esempi
περίοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich f χάριτος
Karenzzeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
περίοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich f χάριτος
γεωλογική περίοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich f
Erdzeitalterουδέτερο | Neutrum, sächlich n
γεωλογική περίοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich f
θερινή περίοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich f
Sommersaisonθηλυκό | Femininum, weiblich f
θερινή περίοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich f
ναζιστική περίοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich f
Nazizeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
ναζιστική περίοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich f
αποικιοκρατική περίοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich f
Kolonialzeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
αποικιοκρατική περίοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich f
εμμηνορροϊκή περίοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich f
εμμηνορροϊκή περίοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich f
ρομανική περίοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich f
Romanikθηλυκό | Femininum, weiblich f
ρομανική περίοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich f
υπηρεσιακή περίοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich f
Amtsperiodeθηλυκό | Femininum, weiblich f
υπηρεσιακή περίοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich f
προπονητική περίοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich f
Einarbeitungszeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
προπονητική περίοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich f
προπολεμική περίοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich f
Vorkriegszeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
προπολεμική περίοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich f
βουλευτική περίοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich f
Legislaturperiodeθηλυκό | Femininum, weiblich f
βουλευτική περίοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich f
μεταβατική περίοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich f
Übergangsphaseθηλυκό | Femininum, weiblich f
μεταβατική περίοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich f
αποκριάτικη περίοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich f
Faschingszeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
Karnevalαρσενικό | Maskulinum, männlich m
αποκριάτικη περίοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich f

Ci comunichi la Sua opinione!

Come trova il dizionario online Langenscheidt?

Grazie per la Sua valutazione!

Desidera lasciare un feedback sui nostri dizionari online?

Manca una traduzione, ha notato un errore o desidera farci un complimento? Compili il nostro modulo per il feedback. Il Suo indirizzo e-mail è opzionale e ci serve solo per rispondere alla Sua richiesta secondo la nostra politica sulla privacy.

Veuillez confirmer que vous êtes bien un être humain en cochant cette case.*

*Campi obbligatori

Si prega di compilare i campi contrassegnati.

Grazie per il Suo feedback!

Vieni a farci visita al sito: