„περίεργος“ περίεργος [peˈrierɣos], περίεργη, περίεργοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) neugierig, gespannt, merkwürdig, seltsam neugierig, gespannt περίεργος περίεργος merkwürdig, seltsam περίεργος παράξενος περίεργος παράξενος esempi περίεργο! eigenartig! περίεργο!