πειραματόζωο
[piramaˈtozoo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Versuchstierουδέτερο | Neutrum, sächlich n Versuchskaninchenουδέτερο | Neutrum, sächlich nπειραματόζωοProbandαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fπειραματόζωοπειραματόζωο