„πειράζω“: μεταβατικό ρήμα πειράζω [piˈrazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) ärgern, aufregen, stören, schaden, necken ärgern πειράζω ερεθίζω πειράζω ερεθίζω aufregen πειράζω εκνευρίζω πειράζω εκνευρίζω stören πειράζω ενοχλώ πειράζω ενοχλώ schaden πειράζω βλάπτω πειράζω βλάπτω necken πειράζω κοροϊδεύω οικείο | umgangssprachlichοικ πειράζω κοροϊδεύω οικείο | umgangssprachlichοικ esempi δεν πειράζει das macht nichts (aus) δεν πειράζει και τι πειράζει; was macht das schon? και τι πειράζει; με πειράζει η θάλασσα ich werde seekrank με πειράζει η θάλασσα