„πείρα“: θηλυκό πείρα [ˈpira]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Erfahrung, Übung, Kenntnis, Praxis Erfahrungθηλυκό | Femininum, weiblich f πείρα εμπειρία πείρα εμπειρία Übungθηλυκό | Femininum, weiblich f πείρα εξάσκηση Praxisθηλυκό | Femininum, weiblich f πείρα εξάσκηση πείρα εξάσκηση Kenntnisθηλυκό | Femininum, weiblich f πείρα γνώση πείρα γνώση esempi έχω πείρα Erfahrung haben (σε in+δοτική | +Dativ +dat) έχω πείρα πείρας aus Erfahrung, erfahrungsgemäß πείρας από προσωπική πείρα aus eigener Erfahrung από προσωπική πείρα πείρα ζωής Lebenserfahrungθηλυκό | Femininum, weiblich f πείρα ζωής nascondi gli esempimostra più esempi